- μιαρή
- μιαρόςstainedfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιαρῇ — μιαρός stained fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… … Dictionary of Greek
κοιλιοχορδοφάσα — κοιλιοχορδοφάσα, ἡ (Μ) (για την αλεπού) αυτή που καταβροχθίζει κοιλιές και έντερα («μαγγαναρέα, μιαρή, κοιλιοχορδοφάσα», Διήγ. Παιδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιό χορδα «κοιλιές και εντόσθια» + φάσα (< φαγούσα, θηλ. μτχ. αόρ. β ἔ φαγ ον τού τρώγω), τ … Dictionary of Greek
μίασμα — το (ΑΜ μίασμα) [μιαίνω] 1. το αποτέλεσμα τού μιαίνω, μόλυσμα, ρύπος («μὴ μίασμα τών φυτευσάντων λάβῃς», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) ο ηθικά επιζήμιος για τον περίγυρό του («μίασμα χώρας... ἐλαύνειν», Σοφ.) 3. (γενικά) έμβιος ή άβιος νοσογόνος παράγοντας … Dictionary of Greek
μιαρολόγημα — μιαρολόγημα, τὸ (Μ) [μιαρολογώ] μιαρή ομιλία, μιαρός λόγος … Dictionary of Greek
μιαρόγλωσσος — μιαρόγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει μιαρή γλώσσα, αισχρολόγος, βρομόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό γλωσσος] … Dictionary of Greek
μιαρός — ή, ό 1. μολυσμένος, ακάθαρτος: Μιαρό σπίτι. 2. ανόσιος, ανίερος: Μιαρή γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)